- πλουτίων
- πλούτιοςwealthyfem gen plπλούτιοςwealthymasc/neut gen plπλοῡτίων , πλοῦτος 2neut gen pl (doric)πλουτέωto be richpres part act masc nom sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πλουτίων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλούτιον — Πλουτίων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… … Dictionary of Greek